- ἰσουράνιος
- ἰσ-ουράνιος [ᾰ], α, ον,A high as heaven,
δόξα Arch.Pap.1.220
(Ptol.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόξα Arch.Pap.1.220
(Ptol.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισουράνιος — ἰσουράνιος, ία, ον (Α) αυτός που φθάνει ώς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ουράν ιος (< ουρανός), πρβλ. επ ουράνιος, μεσ ουράνιος] … Dictionary of Greek
ἰσουράνιον — ἰσουράνιος high as heaven masc acc sg ἰσουράνιος high as heaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek